ἀνεψιοί

ἀνεψιοί
ἀνεψιός
first cousin
masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • NOVEMVIRI — apud Athenienses fuêre inter praecipuos eorum Magistratus, qui annuô Imperiô defungebantur sic: ut unusillorum Archon diceretur Fastosque signaret, alter Rex, tertius Polemarchus, reliqui sex Thesmothetae, teste Polluce l. 8. c. 9. Quos… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αδελφός — ο (Α ἀδελφός) (και επίθ. ός, ή, ό(ν), Ν και αδερφός) Ι. ουσ. 1. αυτός που έχει με κάποιον άλλο την ίδια μητέρα 2. αυτός που έχει κοινούς και τους δύο γονείς με κάποιον άλλο ή κοινό τον ένα μόνο από αυτούς 3. αυτός που ανήκει στο ίδιο έθνος ή στην …   Dictionary of Greek

  • εξανέψιοι — ἐξανέψιοι και ἐξανεψιοί, θηλ. ἐξανέψιαι και ἐξανεψιαί (Α) [ανεψιοί] εξανεψιός, ο και θηλ. εξανεψιά, η (Μ) τα παιδιά τών ανιψιών, δηλαδή τών πρώτων εξαδέλφων, οι δεύτεροι εξάδελφοι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”